Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2014

ΜΙΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ -ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΕΡΙΜΕΝΑ



Την προηγούμενη Τρίτη πραγματοποιήθηκε μια εκδήλωση στη Λευκωσία με τίτλο "Κρατικά Βραβεία Παιδικής Λογοτεχνίας και Παιδικό Βιβλίο" από τον Κυπριακό Σϋνδεσμο Παιδικού και Νεανικού Βιβλίου. Αν και το γεγονός το έμαθα δυο μέρες αργότερα, με έκπληξη διάβασα την ομιλία του κύριου Θεοδούλου για το βιβλίο μου, αλλά και για τη δουλειά μου γενικότερα. Θα ήθελα να τον ευχαριστήσω για την παρουσίαση αυτή και για την τόσο θετική άποψη για τη δουλειά μου.





ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΠΛΗΣΗ- Δεν είμαι τέρας, σου λέω!


Δώρος Θεοδούλου
Φιλόλογος
Πρώην Πρόεδρος Κ.Σ.Π.Ν.Β.


Είμαι πολύ ευτυχής που μου δίνεται η ευκαιρία να παρουσιάσω κριτικά το μυθιστόρημα της Παναγιώτας Πλησή Δεν είμαι τέρας, σου λέω!,  Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 2011, με εικονογράφηση της Σοφίας Παπαδοπούλου.
Το πρωτοδιάβασα ως υποψήφιο έργο για τα Κρατικά Βραβεία Παιδικής Λογοτεχνίας της Κύπρου για εκδόσεις του 2011. Ήταν από τις εντονότερες και θετικότερες εμπειρίες μου σε παρόμοιες περιπτώσεις, γι’ αυτό και υποστήριξα θερμά, μαζί με άλλα μέλη της Κριτικής Επιτροπής, τη βράβευσή του. Με την αφορμή αυτή αναζήτησα και άλλα παιδικά βιβλία της άγνωστης ως τότε σε μένα συγγραφέως, που τώρα ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Είχε δημοσιεύσει προηγουμένως δύο αφηγηματικά έργα για μικρότερα παιδιά (σύντομα μυθιστορήματα τα χαρακρηρίζει ο εκδοτικός οίκος), το Κλέφτης ονείρων, 2004, και το Η τεμπελοπόλη Πόλη-Πόλη, 2006 Και τα δυο διακρίνονται για την τολμηρή, ευφάνταστη και ευρηματική υπόθεση και γραφή τους, τη δροσερότητα και το συνεχές χιούμορ, τους ζωντανούς χαρακτήρες και τη σύγχρονη θεματολογία τους. Στο Κλέφτης ονείρων απονεμήθηκε το Κρατικό Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας του ΥΠΠ Κύπρου.

Με το Δεν είμαι τέρας, σου λέω! η Παναγιώτα Πλησή κάνει μεγάλο άλμα. Μας δίνει ένα ολοκληρωμένο μυθιστόρημα, ένα έργο ρεαλιστικής αφηγηματικής πεζογραφίας για μεγαλύτερα παιδιά (δέκα χρονών και άνω), που είναι, ίσως, το βαρύτερο και επισημότερο είδος παιδικής λογοτεχνίας. Στην υπόθεση, η Παναγιώτα, μια νέα, σύγχρονη και αντικομφορμίστρια, που είναι ποιήτρια και, για βιοπορισμό, οργανώτρια πάρτι, ιδίως τα Σαββατοκυρίακα, δέχεται να αναλάβει τον Αγάπιο, το δεκάχρονο παιδί που ζεί μαζί με τον πατέρα του Λάζαρο, φίλο και  γείτονα, για είκοσι μέρες, επειδή θα λείψει στη Θεσσαλονίκη για δουλειά της εταιρίας. Από χαρακτήρα νομίζει ότι αυτό το διάστημα θα είναι ένα ευχάριστο διάλειμμα, ένα παιγνίδι. Στην πράξη αποβαίνει μια τρομερή εμπειρία. Μέσα από έντονες κωμικοδραματικές σκηνές επιτελείται μια καλογραμμένη λεπτομερής αφηγηματική παρουσίαση ενός αυτιστικού παιδιού με το σύνδρομο Asperger. Όπως αναφέρεται και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου: Στον Αγάπιο δεν αρέσουν οι εκπλήξεις, η φασαρία. Τον ενοχλούν ορισμένοι ήχοι...Μπορεί να αλλάξει θέση γιατί μια ακτίνα του ήλιου πέφτει στα μάτια του.Δεν του αρέσει ο πολύς κόσμος, προτιμά να παίζει μόνος στο δωμάτιό του και θυμώνει συχνά όταν κάτι αλλάξει στο πρόγραμμά του. Δεν σε καταλαβαίνει όταν μιλάς με μεταφορές. Ξέρει όλους τους φίλους του μπαμπά του, αλλά αυτός δεν έχει φίλους, μιλάει ασταμάτητα, του αρέσει η τακτοποίηση, γνωρίζει πολλά πράγματα, και κάτι που ίσως οι περισσότεροι δε γνωρίζουν, πως «ο δενδρόβιος μυρμηγκοφάγος ονομάζεται και ταμάντουα η τετραδάκτυλος»! Πιο συστηματικά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του αναφέρονται στη λίστα με τις ΟΔΗΓΙΕΣ στο τέλος (σελ.113).Όμως μη νομίσει κανείς ότι το έργο γίνεται πραγματογνωστικό, πληροφοριακό. Από τον κίνδυνο αυτό σώζει και το εξαίρετο εύρημα πως η Παναγιώτα ξεχνά το σημείωμα με τις δεκατέσσερις οδηγίες που της είχε δώσει ο Λάζαρος την πρώτη μέρα. Τις βρίσκει στο τέλος της αφήγησης, όταν εντωμεταξύ έχει ζήσει τον Αγάπιο είκοσι μέρες άοπλη από σχετικές γνώσεις και απροειδοποίητη, αλλά με καλή διάθεση και καρδιά. Η συγγραφέας σε Σημείωμα της στην αρχή του βιβλίου διευκρινίζει σχετικά: Το βιβλίο «Δεν είμαι τέρας, σου λέω!» δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση ένα επιστημονικό βιβλίο για το σύνδρομο Άσπεργκερ. Είναι μία προσπάθεια απόδοσης κάποιων χαρακτηριστικών του συνδρόμου μέσα από τις σελίδες ενός παιδικού βιβλίου. Ο αναγνώστης μπορει να βρεί πληροφορίες για το σύνδρομο αυτό από εξειδικευμένα βιβλία ή άλλου είδους πηγές.   Για να αποφύγουν οι αναγνώστες τον κίνδυνο μιας εύκολης παρεξήγησης, παραφράζοντας φράση κριτικού του κινηματογράφου, ξανατονίζω κι εγώ πως η Παναγιώτα Πλησή δεν έγραψε ένα βιβλίο για αυτιστικά παιδιά με το σύνδρομο Άσπεργκερ, αλλά ένα λογοτεχνικό βιβλίο που ο ήρωάς του είναι παιδί με το σύνδρομο Άσπεργκερ. Με απόλυτη πειστικότητα, μας έδωσε ένα έργο ενιαίο και αφηγηματικά δικαιωμένο, όπου η λογοτεχνικότητά του, παράλληλα με το έγκυρο γνωσιολογικό υλικό για το θέμα της, ελκύει τον αναγνώστη. Με ακροβατική ισορροπία και πολλή τέχνη η συγγραφέας κινείται ανάμεσα στους δύο άξονες του έργου, το στήσιμο μιας συναρπαστικής αφήγησης, ώστε να το διαβάζεις απνευστί, και Ένα βιβλίο που εισάγει τον αναγνώστη στον κόσμο των παιδιών με σύνδρομο Άσπεργκερ (οπισθόφυλλο). Ένα δύσκολο αγώνισμα για το λογοτέχνη που η Πλησή το  διεκπεραιώνει αλώβητη, χαρίζοντάς μας ένα  έργο ενιαίο, όπου το μάθημα στον αναγνώστη συντελείται με τον πιο φυσικό και βιωματικό τρόπο.

Σ’ αυτό συμβάλλει και η έμφυτη χιουμοριστική διάθεση της Παναγιώτας της αφηγήτριας, αλλά, όπως φαίνεται,  και της Παναγιώτας της συγγραφέως, ιδιότητα που είναι κυρίαρχη και στα πρώτα δύο έργα της. Τα πολλά πειράγματα, λογοπαίγνια, αστεία, παιγνίδια, ιδιαίτερα στην αρχή της αφήγησης δημιουργούν μια ατμόσφαιρα ιλαρότητας και γέλιου. Σύντομα όμως ο αναγνώστης διαισθάνεται πως αυτά είναι η επιφάνεια. Κάτω απ’ αυτήν μαύρα σύννεφα θα ξεσπάσουν σε συγκρούσεις, πληγές, επώδυνα συναισθήματα, αγωνίες. Μέσα από τέτοιες εμπειρίες αποκαλύπτεται ο κόσμος του Αγάπιου, άγνωστος στον συνήθη άνθρωπο, συναρπαστικός, καθώς ανακαλύπτεις ότι το εξοργιστικά δύστροπο αυτό παιδί είναι ένας ασυναγώνιστος συζητητής,  μια κινητή βιβλιοθληκη, μια εγκυκλοπαίδεια, ένας τέλειος χειριστής της γλώσσας και της λεπτομέρειας των επιχειρημάτων. Το δράμα είναι ότι δεν καταλαβαίνει ο ένας τον κόσμο του άλλου. Σ’ όλο το έργο, ο ένας είναι η Παναγιώτα κι ο άλλος είναι ο Αγάπιος, οι υπόλοιποι είναι διερχόμενος πληθυσμός. Η σφοδρή σύγκρουση των δύο κόσμων γίνεται μέσα από τις αντιπαραθέσεις των δυο κύριων προσώπων της υπόθεσης. Αγωνία και αγώνισμα είναι να μπει η Παναγιώτα  μέσα στον κόσμο του Αγάπιου, να τον μάθει. Έτσι επιτελείται στον αναγνώστη η γνώση για το ειδικό θέμα του βιβλίου, βιωματικά, με σαφήνεια και χωρίς ίχνος διδακτισμού από τη συγγραφέα. Εδώ δεν διστάζω να ομολογήσω ότι ο Αγάπιος της Παναγιώτας Πλησή μου θυμίζει, αναλογικά, τον ήρωα της κινηματογραφικής ταινίας Ο άνθρωπος της βροχής (The rain man) με τον οσκαρικό Ντάστιν Χόφμαν.   

Το πλούσιο αφηγηματικό υλικό της η συγγραφέας το απλώνει σε εκατό περίπου σελίδες και το οργανώνει σε δώδεκα κεφάλαια. Κάθε κεφάλαιο είναι ολοκληρωμένο, αυτοδύναμο και χορτάτο, καθώς σ’ αυτό παρουσιάζει μια σκηνή, ένα χαρακτηριστικό περιστατικό, μέσα από το οποίο προβάλλει και φωτίζει με πλήρη σαφήνεια μια πτυχή, ένα συστατικό στοιχείο της προσωπικότητας-χαρακτήρα του Αγάπιου, του αυτιστικού παιδιού με το σύνδρομο Άσπεργκερ. Αποτέλεσμα είναι  να υπάρχει πρόοδος και στο μύθο και στο θέμα-μήνυμα του έργου. Η υπόθεση προχωρεί μέσα από ενάντιες-αντίθετες καταστάσεις, τις οποίες η συγγραφέας με πολλή τέχνη στήνει στην αφήγησή της. Οι εκπλήξεις, τα ευρήματα και οι ανατροπές είναι συνεχείς. Εκεί που η Παναγιώτα ηρεμεί, ύστερα από μια ανεξέλεγκτη, συνήθως, έκρηξη θυμού του Αγάπιου, και πιστεύει πως βρήκε επιτέλους τον τρόπο να συμβιώσει και να απολαύσει το υπόλοιπο του εικοσαήμερου μαζί του, στην επόμενη επαφή με ανθρώπους κάτι τον κάνει πάλι έξω φρενών. Με αυτές τις τεχνικές το ενδιαφέρον του αναγνώστη είναι βέβαια συνεχώς κορυφωμένο και η καρδιά του  σφικτοδεμένη. Οι σελίδες του βιβλίου είναι γεμάτες ζωή και ουσιαστικό περιεχόμενο. Τις ρουφάς πραγματικά. Αφηγήτρια στο έργο είναι η ίδια η νεαρή και μοντέρνα πρωταγωνίστρια Παναγιώτα, που αφηγείται τα περιστατικά σε πρώτο πρόσωπο, με αποτέλεσμα να κτίζεται μια αμεσότητα και οικειότητα με τον αναγνώστη. Με σύντομες προεξαγγελτικές αναφορές για τη συνέχεια στο επόμενο κεφάλαιο ενισχύει ακόμη περισσότερο το ήδη ζωηρό ενδιαφέρον του αναγνώστη. Η αφήγηση γίνεται  σε γραμμική χρονολογική σειρά, τα περιστατικά της πρώτης μέρας, της δεύτερης μέρας, της τρίτης μέρας..., χωρίς να τεμαχίζεται ο αφηγηματικός χρόνος. Στο τέλος του εικοσαήμερου κάνει κάποια χρονικά άλματα, χωρίς να αναφέρεται σε κάποιες μέρες.

Το όνομα του αυτιστικού παιδιού Αγάπιος μόνο τυχαίο βέβαια δεν είναι. Η γνωριμία μαζί του, η ενεργητική αγάπη, υπομονή, κατανόηση και γνώση της ιδιαιτερότητάς του είναι τα κλειδιά που μπορούν να συνάψουν αρμούς επικοινωνίας μαζί του, ν’ ανοίξουν τις κουρτίνες και να φανεί ο αξιαγάπητος κόσμος του μυαλού, του λόγου και της καρδιάς του. Αυτό είναι το μήνυμα αυτού του λογοτεχνικόυ έργου. Βέβαια το μυαλό και η καρδιά του ευαίσθητου αναγνώστη εύκολα και αναπόφευκτα πλαταίνει, γενικεύει κι νιώθει ανάλογα για όλα τα παιδιά και τους μεγάλους με ιδιαιτερότητες και διαφορές. Στη σελίδα 111 διαβάζουμε και τη σημαδιακή φράση του Αγάπιου που μπήκε και ως τίτλος του βιβλίου: Δεν είμαι τέρας, σου λέω!. Η Πλησή αφιερώνει το βιβλίο στους ανθρώπους που είναι δίπλα της και στην ίδια σελίδα γράφει σχετικά: Το βιβλίο αυτό γράφτηκε από μια ανάγκη: να μπορέσουν κάποτε οι άνθρωποι να συνειδητοποιήσουν πως η διαφορετικότητα είναι μια πραγματικότητα για όλους μας. Όπως υποστηρίζει στον ΠΡΟΛΟΓΟ και η Παιδοψυχίατρος-Σύμβουλος Αυτισμού Βάγια Α. Παπαγεωργίου, ...το βιβλίο...προωθεί την κατανόηση όχι μόνο του συνδρόμου Asperger, αλλά και της πολυπλοκότητας της ανθρώπινης σκέψης και συμπεριφοράς...Είναι εξαιρετικό βοήθημα στην προσέγγιση και στην ευαισθητοποίηση των παιδιών (και των μεγάλων) στις ατομικές διαφορές και στη σημασία τους στις διαπροσωπικές σχέσεις.    

Η συγγραφέας κονταροκτυπήθηκε μ’ ένα απαιτητικό και πολύ δύσκολο θέμα και πέτυχε να δώσει ένα πολύ καλό λογοτεχνικό βιβλίο, ένα ολοκληρωμένο μυθιστόρημα για μεγαλύτερα παιδιά. Με το έργο της αυτό, αν και νέα στο χώρο, πείθει ότι παίρνει πολύ υπεύθυνα και σοβαρά το ρόλο του συγγραφέα και σέβεται τις απαιτήσεις του αναγνώστη από το έργο του. Διερευνά υπεύθυνα τα θέματά της και με την αφηγηματική της ικανότητα είναι πειστική σε αυτά που γράφει. Δεν επεζήτησε να εντυπωσιάσει με νεωτερισμούς σε θέματα  δόμησης του υλικού και σε τεχνικές αφήγησης. Σ’ αυτά ακολουθεί με στέρεα πατήματα την παράδοση. Η σύγχρονη πνοή στο έργο της αυτό πηγάζει από τη θεματική του, τη συμπεριφορά και τις σχέσεις των χαρακτήρων του, το γενικό κλίμα στην υπόθεσή του και το συγγραφικό ύφος. Για τους λόγους αυτούς, μεταξύ άλλων,  πιστεύω πως το έργο της Παναγιώτας Πλησή Δεν είμαι τέρας, σου λέω! είναι μια ουσιαστική κατάθεση στην κυπριακή παιδική πεζογραφία από εκπρόσωπο της νέας γενιάς, της γενιάς του 2000. Η ευχή μας δεν μπορεί να είναι άλλη από το να συνεχίσει με την ίδια σοβαρότητα και έμπνευση τη λογοτεχνική της δημιουργία. Προσωπικά, έχοντας ως τώρα μελετήσει από την κυπριακή παιδική λογοτεχνία σχεδόν αποκλειστικά τα έργα της Γενιάς του ’70, διαβάζοντας έργα ποιότητας της  νέας γενιάς , όπως αυτό της Πλησή, νιώθω την ανάγκη, σαν τον πρεσβύτη Ιωσήφ, να αναφωνήσω «Νυν απολύεις τον δούλον σου».  

Η έκδοση του βιβλίου από τις Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ είναι, ως συνήθως, λιτή, σοβαρή και φροντισμένη. Ανάλογα και με την ηλικία των παιδιών στα οποία απευθύνεται στηρίζεται στην και προβάλλει    περισσότερο την αξία του έργου και λιγότερο στην εμφάνιση. Η εικονογράφηση της Σοφίας Παπαδοπούλου είναι ό,τι χρειάζεται. Σε σχέδιο με μελάνι, με τις ψηλόλιγνες φιγούρες των δυο ηρώων της υπόθεσης , αντιπροσωπευτικές των σημερινών νέων στην εμφάνιση και τις στάσεις του σώματος, είναι πιστή στο περιεχομένο και το κλίμα του έργου, δηλαδή πολύ εκφραστική και υποστηρικτική του κειμένου. Η σωστή επιλογή από τον εκδοτικό οίκο έφερε ήδη την 3η έκδοση μέχρι το 2012.Το βιβλίο διακρίθηκε και στην Ελλάδα με Έπαινο του Κύκλου Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου και πρίληψη στη Βραχεία Λίστα Λογοτεχνικών Βραβείων Περιοδικού Διαβάζω.Από τον ΚΕΔΡΟ εκδόθηκαν και τα άλλα δυο προηγούμενα έργα της Πλησή, που ανατυπώθηκαν ήδη σε 4η χιλιάδα το πρώτο και 3η χιλιάδα το δεύτερο.